κηροπλαστικός

κηροπλαστικός
-ή, -ό (Α κηροπλαστικός, -ή, -όν) [κηροπλάστης]
το θηλ. ως ουσ. η κηροπλαστική
η τέχνη τού κηροπλάστη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κηροπλάοτη και στην τέχνη του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κηροπλαστικοῖς — κηροπλαστικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροπλαστική — κηροπλαστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροπλαστικήν — κηροπλαστικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ceroplástica — (Del gr. keroplastikos.) ► sustantivo femenino ARTE Arte y técnica de modelar la cera. * * * ceroplástica (del gr. «kēroplastikḗ») f. Arte de modelar la cera. ⇒ *Escultura. * * * ceroplástica. (Del gr. κηροπλαστική, f. de κηροπλαστικός, arte del… …   Enciclopedia Universal

  • κηροπλαστική — Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • ceroplástica — (Del gr. κηροπλαστική, f. de κηροπλαστικός, arte del cerero). f. Arte de modelar la cera …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”